- θερμομετρικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη θερμομέτρηση και τα θερμόμετρα: Θερμομετρική κλίμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμομετρία ή στο θερμόμετρο 2. φρ. ιατρ. «θερμομετρικό διάγραμμα» γραφική παράσταση τής πορείας τής θερμοκρασίας τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrique (< thermometrie, πρβλ.… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek